- κοντοβολεύω
- με δυσκολία βολεύω τα πράγματα, εξοικονομώ δύσκολα τα χρειώδη, τά κουτσοκαταφέρνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)-* + βολεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντοβολεύω — εψα, με δυσκολία εξοικονομώ τα απαραίτητα για τη ζωή, τα φέρνω βόλτα δύσκολα: Δουλεύουν κι οι δυο και τα κοντοβολεύουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek